κυτταροκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυτταροκαλλιέργεια < κυτταρο- + καλλιέργεια, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cell culture
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.ta.ɾo.ka.liˈeɾ.ʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυτ‐τα‐ρο‐καλ‐λι‐έρ‐γει‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυτταροκαλλιέργεια θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική) η ανάπτυξη κυττάρων σε ελεγχόμενο περιβάλλον, όπως δοκιμαστικός σωλήνας ή κάποια συσκευή για ερευνητικούς σκοπούς
- ※ Οι επιστήμονες έχουν υπογράψει τη «διακήρυξη της Βαλτιμόρης», με την οποία ζητούν περισσότερη έρευνα για «τις δυνατότητες των οργανοειδών κυτταροκαλλιεργειών στην προώθηση της κατανόησής μας για τον εγκέφαλο και την αξιοποίηση νέων μορφών βιο-υπολογιστικής», με ταυτόχρονη αναγνώριση και αντιμετώπιση των ηθικών ζητημάτων που προκύπτουν.
- Βιολογικός υπολογιστής με εγκεφαλικά κύτταρα θα έχει «οργανοειδή νοημοσύνη», Η Καθημερινή, 28 Φεβρουαρίου 2023
- ※ Οι επιστήμονες έχουν υπογράψει τη «διακήρυξη της Βαλτιμόρης», με την οποία ζητούν περισσότερη έρευνα για «τις δυνατότητες των οργανοειδών κυτταροκαλλιεργειών στην προώθηση της κατανόησής μας για τον εγκέφαλο και την αξιοποίηση νέων μορφών βιο-υπολογιστικής», με ταυτόχρονη αναγνώριση και αντιμετώπιση των ηθικών ζητημάτων που προκύπτουν.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυτταροκαλλιέργεια
Πηγές[επεξεργασία]
- κυτταροκαλλιέργεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κυτταρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)