κύδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Δείτε επίσης: κῦδος, κῆδος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το κύδος
      γενική του κύδους
    αιτιατική το κύδος
     κλητική κύδος
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κύδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κῦδος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κύδος ουδέτερο


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κύδος οἱ κύδοι
      γενική τοῦ κύδου τῶν κύδων
      δοτική τῷ κύδ τοῖς κύδοις
    αιτιατική τὸν κύδον τοὺς κύδους
     κλητική ! κύδε κύδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κύδω
γεν-δοτ τοῖν  κύδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κύδος < πιθανόν αναδρομικός σχηματισμός από κυδάζομαι, κῠδάζω (βρίζω, βλασφημώ). Η σύνδεση με το κῠδοιμός (ταραχή ή θόρυβος της μάχης) είναι ασαφής. Δε συνδέεται με το κῦδος. [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κύδος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • κῆδος (ουδέτερο)
  • κῦδος, -εος -ους (ουδέτερο, δόξα, πολεμική φήμη)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «κυδάζομαι» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]