λυσεργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λυσεργικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lysergic < (hydro)lys(is) + erg(ot) + -ic < αρχαία ελληνική ὕδωρ + λύω + παλαιά γαλλική argot
Επίθετο[επεξεργασία]
λυσεργικός, -ή, -ό
- (χημεία) που έχει σχέση με το αμινοξύ λυσεργικό οξύ (C₁₆H₁₆N₂O₂) ή αναφέρεται σ’ αυτό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- λυσερικό οξύ στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ελ ες ντι (LSD)
- ερυσίβη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)