λυσεργικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυσεργικός η λυσεργική το λυσεργικό
      γενική του λυσεργικού της λυσεργικής του λυσεργικού
    αιτιατική τον λυσεργικό τη λυσεργική το λυσεργικό
     κλητική λυσεργικέ λυσεργική λυσεργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυσεργικοί οι λυσεργικές τα λυσεργικά
      γενική των λυσεργικών των λυσεργικών των λυσεργικών
    αιτιατική τους λυσεργικούς τις λυσεργικές τα λυσεργικά
     κλητική λυσεργικοί λυσεργικές λυσεργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυσεργικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lysergic < (hydro)lys(is) +‎ erg(ot) +‎ -ic < αρχαία ελληνική ὕδωρ + λύω + παλαιά γαλλική argot

Επίθετο[επεξεργασία]

λυσεργικός, -ή, -ό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]