μέσο κοινωνικής δικτύωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέσο κοινωνικής δικτύωσης < → δείτε τις λέξεις μέσο, κοινωνικός και δικτύωση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική social media)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μέσο κοινωνικής δικτύωσης ουδέτερο
- (διαδίκτυο, νεολογισμός) διαδικτυακή πλατφόρμα και εφαρμογή που επιτρέπει στους χρήστες να επικοινωνούν, να μοιράζονται περιεχόμενο και να δημιουργούν προφίλ ή κοινότητες με άλλους χρήστες μέσω του διαδικτύου
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μέσο κοινωνικής δικτύωσης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Διαδίκτυο (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)