μαγγανάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγγανάριος < (ελληνιστική κοινή) μαγγανάριος < μάγγανον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγγανάριος αρσενικό
- (ιστορία) (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) κατασκευαστής μαγγάνων, δηλαδή αμυντικών πολεμικών μηχανών, που έριχναν πέτρες ή βέλη
- (παρωχημένο) κατασκευαστής μαγγάνων, δηλαδή γερανών
- (παρωχημένο) ο εργαζόμενος σε μάγγανο, δηλαδή βαρούλκο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μάγγανο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγγανάριος
|