μικροεπεμβατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροεπεμβατικός < μικροεπέμβαση + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μικροεπεμβατικός
- που έχει σχέση με μικροεπεμβάσεις ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μικροεπέμβαση, μικρός, επεμβαίνω και βαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροεπεμβατικός
|