μονοπωλιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοπωλιακός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μονοπωλιακά
- μονοπωλιακώς
- → δείτε τις λέξεις μονοπώλιο, μόνος και πωλώ
Πηγές[επεξεργασία]
- μονοπωλιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοπωλιακός