μόρτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μόρτης οι μόρτες
μόρτηδες
      γενική του μόρτη των
μόρτηδων
    αιτιατική τον μόρτη τους μόρτες
μόρτηδες
     κλητική μόρτη μόρτες
μόρτηδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Έχουν προταθεί πολλές ετυμολογίες για τη λέξη

Είτε από την ιταλική beccamortο[1] πληθυντικός beccamorti[2], με παράλειψη του α' συνθετικού ("τυμβωρύχος, νεκροθάφτης"). (becco ("ράμφος, σκαπτικό εργαλείο") < λατινική beccus + morto ("νεκρός") < λατινική mors)

Είτε τουρκικής προέλευσης, από την morti (morto (tr)[3] πεθαμένος) + [4] ή κατ' άλλη άποψη, λαϊκή, από την τουρκική mortu, morto. Και οι δύο λέξεις ανάγονται στην ιταλική morti, πληθυντικός του morto ("πεθαμένος")[5]

Είτε από τη ιδιωματική πιτσικαμόρτης (όπως στο κερκυραϊκό ιδίωμα), η οποία προέρχεται από την βενετική (pizzicamorte[6])[7] (δείτε τη Συζήτηση:μόρτης)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmoɾ.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μόρ‐της

Ουσιαστικό

μόρτης αρσενικό (θηλυκό μόρτισσα)

  1. (προφορικό, λαϊκότροπο) ο αλήτης, ο μάγκας
    ※  Άιντε ρε μόρτη, ρε Περαιώτη | με τ’ άσπρο ζωναράκι σου και με τον κόφτη | μ’ αυτή την τόση τη λεβεντιά σου | ποτέ δεν λείπει γκόμενα από κοντά σου
    «Μόρτης Πειραιώτης», σύνθεση του Μιχάλη Σκουλούδη· τραγούδι: Κώστας Νούρος. Ηχογράφηση του 1931, από την εταιρεία Columbia, αρ. κατ. DG0130.
     συνώνυμα: αλάνης, αλανιάρης, χαμίνι, αγυιόπαις (λόγιο)
  2. (παρωχημένο, λόγιο) άνθρωπος που (είχε πάθει ανοσία στην πανούκλα και) προσέφερε τις υπηρεσίες του στην κοινότητα θάβοντας τους νεκρούς και περιθάλποντας τους ασθενείς
     συνώνυμα: απόλοιμος

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. beccamorto - Dizionario Italiano Olivetti ιταλικό λεξικό, από το 2003
  2. beccamorti - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
  3. morto - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  4. μόρτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  5. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  6. pizzicamorto - Dizionario Italiano Olivetti ιταλικό λεξικό, από το 2003
  7. Βλ. Νίκος Σαραντάκος,«Μόρτηδες και απόλοιμοι (μια συνεργασία του Spiridione)», sarantakos.wordpress.com (15 Σεπτεμβρίου 2015)· πρόσβαση:2019.03.26.