νταμιτζάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νταμιτζάνα < (άμεσο δάνειο) βενετική damigiana < γαλλική dame-jeanne < dame + jane < Jeanne (κυριολεκτικά: κυρία Ιωάννα) < Jean < παλαιά γαλλικά Jehan < λατινική Iohannes < (ελληνιστική κοινή) Ἰωάννης (αντιδάνειο) < εβραϊκά יוחנן (Yôḥānān: ο θεός είναι ελεήμων)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νταμιτζάνα θηλυκό
- γυάλινο δοχείο υγρών, σε διάφορα σχέδια, με ή χωρίς χερούλια, που περιβάλλεται από κάποιο ψάθινο ή πλαστικό προστατευτικό πλέγμα, συνήθως με περιεκτικότητα μεγαλύτερη των δύο λίτρων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Ιωάννης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)