οκτανόλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οκτανόλη οι οκτανόλες
      γενική της οκτανόλης των οκτανολών
    αιτιατική την οκτανόλη τις οκτανόλες
     κλητική οκτανόλη οκτανόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οκτανόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική octanol < octa- + alcohol < αρχαία ελληνική οκτώ + μεσαιωνική λατινική alkohol < αραβική اَلْكُحْل (al-kuḥl, αντιμόνιο) ή αραβική غول (ḡūl) (δαίμονας της ερήμου, άσχημη επίδραση, πονοκέφαλος, καταστροφή)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οκτανόλη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • octanol στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]