οκτανόλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οκτανόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική octanol < octa- + alcohol < αρχαία ελληνική οκτώ + μεσαιωνική λατινική alkohol < αραβική اَلْكُحْل (al-kuḥl, αντιμόνιο) ή αραβική غول (ḡūl) (δαίμονας της ερήμου, άσχημη επίδραση, πονοκέφαλος, καταστροφή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οκτανόλη θηλυκό
- (χημεία) αλκοόλη με μοριακό τύπο C8H17OH (ή C8H18O). Είναι ένα άχρωμο, εύφλεκτο υγρό με χαρακτηριστική οσμή. Αποτελεί σημαντικό συστατικό της βενζίνης και χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες άλλες εφαρμογές, όπως στην παραγωγή καλλυντικών και φαρμάκων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- octanol στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)