ολόγραφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολόγραφος < μεσαιωνική ελληνική ολόγραφος < αρχαία ελληνική ὅλος + γράφω
- ολόγραφος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική holographe
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈlo.ɣɾa.fos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ολόγραφος, -η, -ο
- που όλη η επιφάνειά του είναι γραμμένη
- (νεολογισμός) που είναι αποτυπωμένος με την τεχνική της ολογραφίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ολογραφία
- ολογραφικά
- ολογραφικός
- → δείτε τις λέξεις όλος και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)