ομοιοκάταρκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιοκάταρκτος < αρχαία ελληνική ὁμοιοκάταρκτος < ὅμοιος + -ο- + κατά + ἄρχω
Επίθετο[επεξεργασία]
ομοιοκάταρκτος, -η, -ο
- που έχει την ίδια αρχή, που ξεκινάει με τις ίδιες συλλαβές ή λέξεις
- Δεύτερον, εμπεριέχει την αρχή της λέξης «λοβιτούρα», η οποία, ως γνωστόν, λείπει από το σύστημα υγείας όσο λείπει κι ο Μάρτης από τη Σαρακοστή. Τρίτον, το περί ου ο λόγος όνομα είναι ομοιοκάταρκτο με τη λοβοτομή που είμαστε αναγκασμένοι να υποστούμε, για να αντέξουμε τους ακατάσχετους αυτοεπαίνους όλων των έως τώρα υπουργών Υγείας. (*)
- (φιλολογία) → δείτε τη λέξη ομοιοκάταρκτο (ουσιαστικοποιημένο)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιοκάταρκτος
|