ομοιόβαθμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιόβαθμος < όμοιος + -ο- + βαθμός + -ος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική du même grade)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.miˈo.vaθ.mos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ομοιόβαθμος, -η, -ο