οπισθοστερνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
οπισθοστερνικός, -ή, -ό
- (ανατομία) που βρίσκεται στο πίσω μέρος του στέρνου ή πίσω από το στέρνο
- ※ Συνέπεια της παλινδρόμησης είναι η πρόκληση συμπτωμάτων, όπως o οπισθοστερνικός καύσος (αίσθημα «καούρας» που ανεβαίνει από τον στόμαχο προς το λαιμό), ερυγές (ρεψίματα) και αναγωγές. Κάποιο από αυτά τα συμπτώματα θα αναγκάσει τον ασθενή να επισκεφθεί τον γιατρό. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπισθοστερνικός
|