ουσιαστικοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουσιαστικοποίηση οι ουσιαστικοποιήσεις
      γενική της ουσιαστικοποίησης* των ουσιαστικοποιήσεων
    αιτιατική την ουσιαστικοποίηση τις ουσιαστικοποιήσεις
     κλητική ουσιαστικοποίηση ουσιαστικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ουσιαστικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουσιαστικοποίηση < ουσιαστικ(ό) + -ο- + -ποίηση, απόδοση για τη γαλλική substantivation ή τη γερμανική Substantivierung [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /u.si.a.sti.koˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐σι‐α‐στι‐κο‐ποί‐η‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουσιαστικοποίηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ουσία και ποιώ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ουσιαστικοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ουσιαστικοποίησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)