πανουκλιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανουκλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πανουκλιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
πανουκλιασμένος, -η, -ο
- ο προσβεβλημένος από την πανούκλα. Που νοσεί από πανούκλα.
- Ο ιατρός πήγε στο σπίτι της πανουκλιασμένης κόρης.
- (μεταφορικά) ο καταραμένος.
- Πανουκλιασμένος άνθρωπος! Δεν πρόκειται να δει προκοπή!
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανουκλιασμένος
|