παράχορδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράχορδος < ελληνιστική κοινή παράχορδος < αρχαία ελληνική παρά + χορδή
Επίθετο[επεξεργασία]
παράχορδος
- που έχει παραχθεί από τη λάθος χορδή και, ως εκ τούτου, παράφωνος, παράτονος
- που έχει κουρδιστεί λανθασμένα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράχορδος
|