παρέμφαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρέμφαση οι παρεμφάσεις
      γενική της παρέμφασης* των παρεμφάσεων
    αιτιατική την παρέμφαση τις παρεμφάσεις
     κλητική παρέμφαση παρεμφάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεμφάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρέμφαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρέμφασις < αρχαία ελληνική παρεμφαίνω < παρά (παρ-) + ἐμφαίνω < ἐν + φαίνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈɾeɱ.fa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρέμ‐φα‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρέμφαση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «παρεμφαίνω (& παρέμφαση)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]