παρανεφρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρανεφρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paranephric < αρχαία ελληνική παρά + νεφρός
Επίθετο[επεξεργασία]
παρανεφρικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρανεφρίτιδα
- → δείτε τις λέξεις παρά και νεφρό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρανεφρικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)