παραφραστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραφραστικός < ελληνιστική κοινή grc < παραφράζω < παρά + αρχαία ελληνική φράζω
Επίθετο[επεξεργασία]
παραφραστικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παραφραστικώς
- → δείτε τη λέξη παραφράζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραφραστικός
|