περικαρπιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περικαρπιακός < περικάρπιο + -ακός < αρχαία ελληνική περικάρπιον < περί + καρπός
Επίθετο[επεξεργασία]
περικαρπιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το περικάρπιο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- περικαρπιακά
- περικαρπικός
- → δείτε τις λέξεις περικάρπιο, περί και καρπός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περικαρπιακός