πολυβουταδιένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυβουταδιένιο < (νόθο σύνθετο) λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polybutadiene < poly- (πολυ-) (< αρχαία ελληνική πολυ-) + butadiene (βουταδιένιο))
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυβουταδιένιο ουδέτερο
- (χημεία) μια μορφή υγρού καουτσούκ με διαφορετικό μοριακό βάρος (περίπου 1500–10.000 g/mol) και υψηλό επίπεδο αντιδραστικής λειτουργίας το οποίο κατασκευάζεται συνθετικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις βουταδιένιο και βουτάνιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυβουταδιένιο
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)