πολυκαταγραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυκαταγραφικός < πολυ- + καταγραφικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυκαταγραφικός
- που έχει σχέση με συσκευή που καταγράφει πολλές παραμέτρους ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) πολυκαταγραφικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυκαταγραφικός
|