πολυσύνδετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυσύνδετος < ελληνιστική κοινή πολυσύνδετος < πολυ- + σύνδετος < συνδέ(ω) + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυσύνδετος, -η, -ο
- που έχει συνδεθεί με πολλούς τρόπους ή με πολλά στοιχεία
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη πολυσύνδετο (σχήμα λόγου)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυσύνδετος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυσύνδετος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολυ- + σύνδετος < συνδέ(ω) + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυσύνδετος, -ος, -ον
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πολυσύνδετος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σύν- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα σύν- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -τος (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)