πραξικοπηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πραξικοπηματικός < πραξικόπημα + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πραξικοπηματικός
- που έχει σχέση με πραξικόπημα ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (μεταφορικά) αιφνίδιος, αυθαίρετος, δόλιος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πραξικοπηματικά
- πραξικοπηματικώς
- → δείτε τις λέξεις πραξικόπημα, πράττω και κόβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πραξικοπηματικός
|