πρεσβυτεριανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρεσβυτεριανός οι πρεσβυτεριανοί
      γενική του πρεσβυτεριανού των πρεσβυτεριανών
    αιτιατική τον πρεσβυτεριανό τους πρεσβυτεριανούς
     κλητική πρεσβυτεριανέ πρεσβυτεριανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρεσβυτεριανός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική presbytérien[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική presbyterian[1] / Ρresbyterians[2] < υστερολατινική presbyterium < ελληνιστική κοινή πρεσβυτέριον < αρχαία ελληνική πρσβύτης < πρέσβυς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρεσβυτεριανός αρσενικό

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρεσβυτεριανός η πρεσβυτεριανή το πρεσβυτεριανό
      γενική του πρεσβυτεριανού της πρεσβυτεριανής του πρεσβυτεριανού
    αιτιατική τον πρεσβυτεριανό την πρεσβυτεριανή το πρεσβυτεριανό
     κλητική πρεσβυτεριανέ πρεσβυτεριανή πρεσβυτεριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρεσβυτεριανοί οι πρεσβυτεριανές τα πρεσβυτεριανά
      γενική των πρεσβυτεριανών των πρεσβυτεριανών των πρεσβυτεριανών
    αιτιατική τους πρεσβυτεριανούς τις πρεσβυτεριανές τα πρεσβυτεριανά
     κλητική πρεσβυτεριανοί πρεσβυτεριανές πρεσβυτεριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

πρεσβυτεριανός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 πρεσβυτεριανόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πρσβυτεριανοί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας