προθώρακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προθώρακας οι προθώρακες
      γενική του προθώρακα των προθωράκων
    αιτιατική τον προθώρακα τους προθώρακες
     κλητική προθώρακα προθώρακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προθώρακας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προθώραξ από την αιτιατική ενικού «τὸν προθώρακα», λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prothorax [1] < αρχαία ελληνική προ- + θώραξ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾoˈθo.ɾa.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐θώ‐ρα‐κας
όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου τον: ΔΦΑ : /tom‿bɾoˈθo.ɾa.ka/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προθώρακας αρσενικό

  1. (εντομολογία) η πρόσθια άρθρωση του θώρακα εντόμων· μπροστά του βρίσκεται το κεφάλι και πίσω του ο μεσοθώρακας
  2. (οπλισμός. για πυροβόλα) σταθερός μεταλλικός δακτύλιος που προστατεύει τον θάλαμο χειρισμού που είναι κλεισμένος μέσα σε σιδερένιο θόλο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)