προσχηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.sçi.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σχη‐μα‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
προσχηματικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προσχηματικά
- προσχηματικώς
- → δείτε τις λέξεις πρόσχημα, σχήμα και έχω