πρωταγωνιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωταγωνιστικός < πρωταγωνιστής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πρωταγωνιστικός
- που έχει σχέση με πρωταγωνιστή, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πρωταγωνιστικά
- → δείτε τις λέξεις πρωταγωνιστώ, πρώτος και αγώνας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωταγωνιστικός
|