πυροηλεκτρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυροηλεκτρικός < πυροηλεκτ(ισμός) + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pyroelectric)
Επίθετο[επεξεργασία]
πυροηλεκτρικός, -ή, -ό
- (φυσική, ορυκτολογία) που έχει σχέση με τον πυροηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- ↪ πυροηλεκτρικό θερμόμετρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις πυροηλεκτρισμός, πυρ, ηλεκτρισμός και ήλεκτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυροηλεκτρικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πυρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)