πῶλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πῶλος, πώλος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / πῶλος οἱ/αἱ πῶλοι
      γενική τοῦ/τῆς πώλου τῶν πώλων
      δοτική τῷ/τῇ πώλ τοῖς/ταῖς πώλοις
    αιτιατική τὸν/τὴν πῶλον τοὺς/τὰς πώλους
     κλητική ! πῶλε πῶλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πώλω
γεν-δοτ τοῖν  πώλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «πῶλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πῶλος, ήδη μυκηναϊκή 𐀡𐀫 (po-ro) < ανάγεται σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂w- (συγγενικό το παῖς)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πώλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πῶλος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) πουλάρι (νεαρό άλογο)
    1. (συνεκδοχικά) το μικρό οποιουδήποτε ζώου
    2. (ποιητικό) νεαρή κοπέλα, σπανιότερα νεαρός έφηβος
  2. (νόμισμα) κορινιακό νόμισμα με τη μορφή του Πήγασου

Υποκοριστικά[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
πωλο- 

Πηγές[επεξεργασία]