σαρανταπεντάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαρανταπεντάρι τα σαρανταπεντάρια
      γενική
    αιτιατική το σαρανταπεντάρι τα σαρανταπεντάρια
     κλητική σαρανταπεντάρι σαρανταπεντάρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαρανταπεντάρι < σαράντα πέντε + -άρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαρανταπεντάρι ουδέτερο

  1. (οικείο) 45 μονάδες από κάτι (ευρώ κ.λπ.)
  2. πιστόλι διαμέτρου περίπου 45 εκατοστών της ίντσας (0,452 της ίντσας)
  3. (μουσική) μικρός δίσκος βινυλίου 45 στροφών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]