σερπεντίνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σερπεντίνης < γαλλική serpentine < λατινική serpens (φίδι)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /seɾ.penˈdi.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐πε‐ντί‐νης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σερπεντίνης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ομάδα πράσινων/καφέ ορυκτών που αποτελούνται από πυριτικά άλατα μαγνησίου και σιδήρου που έχουν παρόμοια κρυσταλλική δομή σε στρώματα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σερπεντίνης
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Σερπεντίνης, geo.auth.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)