σκαφίδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκᾰφῐδῐο-
ονομαστική τὸ σκαφίδιον τὰ σκαφίδι
      γενική τοῦ σκαφιδίου τῶν σκαφιδίων
      δοτική τῷ σκαφιδί τοῖς σκαφιδίοις
    αιτιατική τὸ σκαφίδιον τὰ σκαφίδι
     κλητική ! σκαφίδιον σκαφίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκαφιδίω
γεν-δοτ τοῖν  σκαφιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

σκαφίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκάφ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκαφίδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

σκαφίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκαφίς, σκαφιδ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον → δείτε και τη λέξη σκάφος.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκαφίδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]