σπίνορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σπίνορας | οι | σπίνορες |
γενική | του | σπίνορα | των | σπινόρων |
αιτιατική | τον | σπίνορα | τους | σπίνορες |
κλητική | σπίνορα | σπίνορες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπίνορας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική spinor + -ας < spin
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπίνορας αρσενικό
- (γεωμετρία, φυσική) διάνυσμα με στοιχεία μιγαδικούς αριθμούς. Οι σπίνορες αποτελούν στοιχεία του 'διανυσματικού χώρου' τα οποία μπορούν να συσχετιστούν με τον 'ευκλείδειο χώρο'. Όπως τα 'γεωμετρικά διανύσματα' και γενικότερα οι τανυστές. Μετασχηματίζονται γραμμικά όταν ο ευκλείδειος χώρος υποβάλλεται σε ελαφρά περιστροφή.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)