σπίνορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπίνορας οι σπίνορες
      γενική του σπίνορα των σπινόρων
    αιτιατική τον σπίνορα τους σπίνορες
     κλητική σπίνορα σπίνορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπίνορας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική spinor + -ας < spin

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπίνορας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]