σπερματοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπερματοφόρος η σπερματοφόρος
σπερματοφόρα
το σπερματοφόρο
      γενική του σπερματοφόρου της σπερματοφόρου
σπερματοφόρας
του σπερματοφόρου
    αιτιατική τον σπερματοφόρο τη σπερματοφόρο
σπερματοφόρα
το σπερματοφόρο
     κλητική σπερματοφόρε σπερματοφόρε
σπερματοφόρα
σπερματοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπερματοφόροι οι σπερματοφόροι
σπερματοφόρες
τα σπερματοφόρα
      γενική των σπερματοφόρων των σπερματοφόρων των σπερματοφόρων
    αιτιατική τους σπερματοφόρους τις σπερματοφόρους
σπερματοφόρες
τα σπερματοφόρα
     κλητική σπερματοφόροι σπερματοφόροι
σπερματοφόρες
σπερματοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπερματοφόρος < σπέρματ(ος) + -ο- + -φόρος, (λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spermatophore)

Επίθετο

[επεξεργασία]

σπερματοφόρος, -ος/-α, -ο

  1. (βιολογία, ιατρική) που παράγει ή έχει σπέρματα
  2. (ζωολογία, το ουδέτερο ως ουσιαστικό) κέλυφος που περικλείει τα σπερματοζωάρια σε ορισμένα ασπόνδυλα
  3. (βιολογία, ζωολογία, το αρσενικό και το ουδέτερο ως ουσιαστικό) κοίλο όργανο ορισμένων ζώων το οποίο περιέχει πολλά σπερματοζωάρια και μπορεί να αποκολληθεί από αυτά

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)