σπερματοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπερματοφόρος < σπέρματ(ος) + -ο- + -φόρος, (λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spermatophore)
Επίθετο
[επεξεργασία]σπερματοφόρος, -ος/-α, -ο
- (βιολογία, ιατρική) που παράγει ή έχει σπέρματα
- (ζωολογία, το ουδέτερο ως ουσιαστικό) κέλυφος που περικλείει τα σπερματοζωάρια σε ορισμένα ασπόνδυλα
- (βιολογία, ζωολογία, το αρσενικό και το ουδέτερο ως ουσιαστικό) κοίλο όργανο ορισμένων ζώων το οποίο περιέχει πολλά σπερματοζωάρια και μπορεί να αποκολληθεί από αυτά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπερματοφόρος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)