συνταγογραφούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνταγογραφούμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συνταγογραφώ
Μετοχή[επεξεργασία]
συνταγογραφούμενος
- που συνταγογραφείται
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις συνταγογραφώ, συνταγή, τάσσω και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνταγογραφούμενος
|