τάβλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τάβλι | τα | τάβλια |
γενική | του | ταβλιού | των | ταβλιών |
αιτιατική | το | τάβλι | τα | τάβλια |
κλητική | τάβλι | τάβλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τάβλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τάβλι < ταβλίζω (αναδρομικός σχηματισμός) < ελληνιστική κοινή τάβλα < λατινική tabula
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τάβλι ουδέτερο
- επιτραπέζιο παιχνίδι για δύο παίκτες που παίζεται με δύο ζάρια και 15 πούλια για τον κάθε παίκτη καθώς και ο δίφυλλος (ξύλινος) άβακας στον οποίο παίζεται το παιχνίδι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ταβλάκι
- ταβλιστής
- ταβλαδόρος, ταβλαδόρισσα
- → και δείτε τη λέξη τάβλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τάβλι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)