τακτικιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τακτικιστικός < τακτικιστής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
τακτικιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον τακτικιστή ή τον τακτικισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις τακτικισμός, τακτική, τάξη και τάσσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τακτικιστικός
|