τεραβατώρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεραβατώρα οι τεραβατώρες
      γενική της τεραβατώρας των τεραβατωρών
    αιτιατική την τεραβατώρα τις τεραβατώρες
     κλητική τεραβατώρα τεραβατώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεραβατώρα < τεραβάτ + ώρα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική terawatt-hour)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /te.ra.vaˈto.ra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐ρα‐βα‐τώ‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεραβατώρα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]