τραφείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τραφείς & τραφέντας |
η | τραφείσα | το | τραφέν |
γενική | του | τραφέντος & τραφέντα |
της | τραφείσας & τραφείσης* |
του | τραφέντος |
αιτιατική | τον | τραφέντα | την | τραφείσα | το | τραφέν |
κλητική | τραφείς & τραφέντα |
τραφείσα | τραφέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τραφέντες | οι | τραφείσες | τα | τραφέντα |
γενική | των | τραφέντων | των | τραφεισών | των | τραφέντων |
αιτιατική | τους | τραφέντες | τις | τραφείσες | τα | τραφέντα |
κλητική | τραφέντες | τραφείσες | τραφέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
τραφείς
- (λόγιο) που τράφηκε ή ανατράφηκε
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τρέφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραφείς
|
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τραφείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρέφομαι
- θα τραφείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρέφομαι
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'πληγείς' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'πληγείς' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)