υδρόμελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδρόμελο τα υδρόμελα
      γενική του υδρόμελου των υδρόμελων
    αιτιατική το υδρόμελο τα υδρόμελα
     κλητική υδρόμελο υδρόμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
υδρόμελο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υδρόμελο < αρχαία ελληνική ὕδωρ + μέλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υδρόμελο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]