φανταρίστικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φανταρίστικος
- που έχει σχέση με φαντάρο / στρατιώτη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) τα φανταρίστικα: η στολή των φαντάρων / στρατιωτών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φαντάρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φανταρίστικος
|