φαρέτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρέτρα οι φαρέτρες
      γενική της φαρέτρας των φαρετρών
    αιτιατική τη φαρέτρα τις φαρέτρες
     κλητική φαρέτρα φαρέτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τόξο και φαρέτρα (1)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρέτρα < αρχαία ελληνική φαρέτρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαρέτρα θηλυκό

  1. θήκη για τα βέλη
     συνώνυμα: βελοθήκη
  2. (μεταφορικά) τα όπλα ή επιχειρήματα που έχει στη διάθεσή του κάποιος για μια επιδίωξη
    Δεν είπε ακόμα την τελευταία λέξη. Έχει και άλλα βέλη στη φαρέτρα του
  3. (μεταφορικά) κυλινδρική θήκη σχεδίου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φᾰρετρᾱ-
ονομαστική φαρέτρ αἱ φαρέτραι
      γενική τῆς φαρέτρᾱς τῶν φαρετρῶν
      δοτική τῇ φαρέτρ ταῖς φαρέτραις
    αιτιατική τὴν φαρέτρᾱν τὰς φαρέτρᾱς
     κλητική ! φαρέτρ φαρέτραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαρέτρ
γεν-δοτ τοῖν  φαρέτραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρέτρα < φέρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαρέτρα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]