φιλύποπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλύποπτος
- που υποψιάζεται τους πάντες και τα πάντα, που αναζητεί πάντα κάποιο απώτερο στόχο ή κρυφό κίνητρο στις ενέργειες ή στις δηλώσεις των άλλων ανθρώπων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλύποπτος