φορτηγό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φορτηγό τα φορτηγά
      γενική του φορτηγού των φορτηγών
    αιτιατική το φορτηγό τα φορτηγά
     κλητική φορτηγό φορτηγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορτηγό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φορτηγός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /foɾ.tiˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φορ‐τη‐γό
μεγάλο φορτηγό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φορτηγό ουδέτερο

  1. (μέσο μεταφορών) μηχανοκίνητο τροχοφόρο όχημα με ανοιχτή ή κλειστή καρότσα, κατάλληλο για τη μεταφορά φορτίων
  2. (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) εμπορικό πλοίο που μεταφέρει φορτία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

φορτηγό