φυλάκιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυλάκιση | οι | φυλακίσεις |
γενική | της | φυλάκισης* | των | φυλακίσεων |
αιτιατική | τη | φυλάκιση | τις | φυλακίσεις |
κλητική | φυλάκιση | φυλακίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυλακίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλάκιση < φυλακίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυλάκιση θηλυκό
- ο εγκλεισμός σε φυλακή με ή χωρίς δίκη
- ποινή στον ελληνικό στρατό που παλιότερα εκτίονταν στο πειθαρχείο, σήμερα όμως ισοδυναμεί με τη στέρηση εξόδου
- ο Ταξίαρχος μου έδωσε είκοσι μέρες φυλάκιση γιατί αντί να τον χαιρετήσω του είπα καλημέρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυλάκιση