φωτόσπαθο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτόσπαθο τα φωτόσπαθα
      γενική του φωτόσπαθου των φωτόσπαθων
    αιτιατική το φωτόσπαθο τα φωτόσπαθα
     κλητική φωτόσπαθο φωτόσπαθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτόσπαθο < φωτό- + σπαθ(ί) + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lightsaber

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /foˈto.spa.θo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωτόσπαθο, ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]