χορτοκοπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χορτοκοπτικός
- χλοοκοπτικός, κλαδευτικός, που κόβει το χόρτο για διάφορους λόγους, για εργαλεία και μηχανήματα που χρησιμοπιούνται στην κοπή του χόρτου
- χορτοκοπτικός δίσκος, βραχίονας κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χορτοκοπτικός
|