χρηστομάθεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρηστομάθεια οι χρηστομάθειες
      γενική της χρηστομάθειας των χρηστομαθειών
    αιτιατική τη χρηστομάθεια τις χρηστομάθειες
     κλητική χρηστομάθεια χρηστομάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρηστομάθεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρηστομάθεια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρηστομάθεια θηλυκό

  • συλλογή κειμένων ευχάριστων και με διδακτικό χαρακτήρα, συνήθως με σκοπό την εκμάθηση μιας γλώσσας, όπως συλλογή κειμένων στην αρχαία ελληνική γλώσσα για εκμάθηση της γλώσσας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χρηστομάθει αἱ χρηστομάθειαι
      γενική τῆς χρηστομαθείᾱς τῶν χρηστομαθειῶν
      δοτική τῇ χρηστομαθεί ταῖς χρηστομαθείαις
    αιτιατική τὴν χρηστομάθειᾰν τὰς χρηστομαθείᾱς
     κλητική ! χρηστομάθει χρηστομάθειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρηστομαθεί
γεν-δοτ τοῖν  χρηστομαθείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρηστομάθεια < χρηστομαθ(ής) + -εια < αρχαία ελληνική χρηστ(ός) + -ο- + μανθάνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρηστομάθεια θηλυκό (& χρηστομαθία)

Πηγές[επεξεργασία]