χρηστομάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρηστομάθεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρηστομάθεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρηστομάθεια θηλυκό
- συλλογή κειμένων ευχάριστων και με διδακτικό χαρακτήρα, συνήθως με σκοπό την εκμάθηση μιας γλώσσας, όπως συλλογή κειμένων στην αρχαία ελληνική γλώσσα για εκμάθηση της γλώσσας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρηστομάθεια
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χρηστομάθειᾰ | αἱ | χρηστομάθειαι | ||||
γενική | τῆς | χρηστομαθείᾱς | τῶν | χρηστομαθειῶν | ||||
δοτική | τῇ | χρηστομαθείᾳ | ταῖς | χρηστομαθείαις | ||||
αιτιατική | τὴν | χρηστομάθειᾰν | τὰς | χρηστομαθείᾱς | ||||
κλητική ὦ! | χρηστομάθειᾰ | χρηστομάθειαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρηστομαθείᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χρηστομαθείαιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρηστομάθεια < χρηστομαθ(ής) + -εια < αρχαία ελληνική χρηστ(ός) + -ο- + μανθάνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρηστομάθεια θηλυκό (& χρηστομαθία)
- (ελληνιστική κοινή)
- ενδιαφέρον και επιθυμία για μάθηση
- η εκμάθηση χρήσιμων και ωφέλιμων πραγμάτων
- χρηστομάθεια
Πηγές[επεξεργασία]
- χρηστομάθεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βοήθεια' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -εια (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)